-
1 επιβαινω
(fut. ἐπιβήσομαι, aor. ἐπέβην, pf. ἐπιβέβηκα; для перех. значений: fut. ἐπιβήσω, aor. ἐπέβησα)1) входить, вступать(γαίης Λωτοφάγων Hom.; Σπαρτιάτιδος χθονός Eur.; γῆν καὴ ἔθνος Her.; γῆς Arst.; τῶν ἱερῶν Lys., Plat.)
ἐ. τῶν οὔρων Her. и τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat. — переступать пределы, нарушать границы страны2) (на)ступать(τοῖς ποσίν Arst. и τῷ ποδί Plut.)
ἐ. τὸν δεξιὸν πόδα τινί Luc. — наступить правой ногой на что-л.;ἐ. ῥυθμῷ πρὸς αὐλόν Plut. — двигаться в такт звукам свирели3) вторгаться(τῆς Λακωνικῆς ἐπὴ πολέμῳ Xen.; Αἰγύπτου τε καὴ Λιβύης Plat.; ἐπὴ τέν ἱερὰν χώραν Dem.; τῇ ικελίᾳ и εἰς Βοιωτίαν Diod.)
4) в(о)сходить, подниматься, взбираться(πύργων Hom.; τείχεος, ἀντίπυργον πέτραν Eur.; ταῖς ἀλλήλων ναυσίν Thuc.)
5) подниматься, т.е. ложиться(εὐνῆς Hom.; λέκτρων Aesch.; λεχέων Eur.)
ἐπιβὰς πυρῆς Hom. — будучи возложен на костер6) подниматься, т.е. садиться(ἵππων, δίφρου Hom.; νῶθ΄ ἵππων Hes.; νεῶν Hom., Eur.; τεθρίππων Eur.; ἐπὴ νεώς Her.; ἐπὴ τῶν ἵππων Plut.)
7) доходить, достигать(πόληος Hom.; ἄχρι Μιλήτου Luc.; εἰς τὸν Ὠκεανόν Plut.; τετταράκοντα ἐτῶν Plat.)
8) достигать, обретать(ἐϋφροσύνης Hom.; τιμῆς Hes.; δόξης Soph.; σοφίας Plat.)
ἀναιδείης ἐ. Hom. — стать бессовестным9) восставать(τῷ Ἀσσυρίῳ Xen.; τοῖς ἀρίστοις Plut.)
10) ( о животных) покрывать(τὸ и ἐπὴ τὸ θῆλυ Arst.; ταῖς ἵπποις Luc.)
11) ( о несчастьях) обрушиваться, поражать(τινά, τι и πρός τινα Soph.)
12) сажать, приказывать сесть(τινὰ ἵππων Hom.)
13) приводить(τινὰ πάτρης Hom.; ψαμάθων Λὐλίδος Eur.; ἀρχαίας εὐαμερίας Pind.)
ἐϋκλείης ἐ. Hom. — возвеличивать славой, прославлять;ἐ. τινὰ ἀοιδῆς Hes. — обучить кого-л. пению14) выводить, уводить15) класть, укладывать(τινὰ τῆς σοροῦ Luc.)
-
2 στάση
[-νς (-εως)] η1) забастовка, стачка;στάση εργασίας — кратковременное прекращение работы, кратковременная забастовка;
κατεβαίνω σε στάση εργασίας — устраивать кратковременную забастовку;
κηρύττω στάση εργασίας — объявлять кратковременную забастовку;
2) восстание; мятеж; бунт;3) положение тела, поза;παίρνω στάση — принимать позу;
στάση προσοχής — спорт., воен, стойка; — стойка смирно;
4) позиция, поведение, отношение;κρατώ καλή στάση. — занимать правильную позицию; — поступать правильно;
5) остановка (в разя, знач); стоянка (транспорта); привал (воен. спорт.);κάνω στάση — де- лать остановку;
στάση ολίγων λεπτών — остановка на несколько минут;
τό στράτευμα ευρίσκεται εν στάσει — войско находится на привале;
ωρία ( — или ωριαία) στάσις — привал через каждые пятьдесят минут пути;
6) перен. приостановка, прекращение; неподвижность, застой;στάση πληρωμών — прекращение платежей;
στάση του αίματος — застой крови;
στάση των ουρών — задержка мочи;
7) постоянство, твёрдость;δεν έχει στάση στίς γνώμες του — у него нет постоянства во взглядах
-
3 διάημι
-
4 κακότης
A badness:I of moral character, baseness, cowardice, Il.2.368, 13.108, Od.24.455; ἀτιμίη καὶ κ. Tyrt.10.10;κ. καὶ δειλία Th.5.100
; οὐδεμιῇ κ. λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης not through cowardice, Hdt.7.168.2 wickedness, vice,τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Il.3.366
, cf. Hes.Op. 287, Democr.178;κακότητος ἄπειροι Emp.112.3
;κακότητ' ἀσκεῖν A.Pr. 1066
(anap.); ἄνευ κακότητος [ συμφορά] Antipho6.1: pl., Emp.145.II of condition, evil case, distress, misery,ἐκφυγέειν κακότητα Od.5.414
, cf. 290, 379, 397, Pi.P.2.35, Hdt.2.128, 6.67, S.El. 236 (lyr.); esp. in war,Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος Il.11.382
, cf. 12.332, Hdt.8.109, etc.: pl., distresses, miseries, Alc.59, E.Fr. 303 codd. (lyr.); αἱ ἐντὸς κ. Pl.Ax. 366a.III of quality, badness,τῶν οὔρων Hp.Epid.3.10
: pl., bad qualities, Id.Acut.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακότης
-
5 προσχέω
A :— pour to or on, LXX l.c., al., Luc. Sacr.9 (s. v.l.):—[voice] Med., pour water on oneself, Hp.Steril.230, Diocl. Fr.139; have poured on one, , cf. Pr. 875a9:—[voice] Pass., Ph.2.242;προσεχύθη πρὸ τῶν οὔρων αἷμα Aret.SD 2.3
.II metaph. in [voice] Pass., ὑπὸ τοῦ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας deluged, Gal.5.318.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσχέω
-
6 ἀποδείκνυμι
ἀποδείκ-νῡμι (and [suff] ἀποδεικ-ύω X.Smp.8.20, Plb.7.14.3), [dialect] Ion. [suff] ἀποδεικ-δέκνῦμι GDI5653b14 (Chios, v B. C.), [tense] fut. -δείξω, [dialect] Ion. - δέξω:—A point away from other objects at one, and so:I point out, display, make known, whether by deed or word,σφι γνώμας Hdt.1.171
,al.;τάφους καὶ συγγένειαν Th.1.26
;ἦθος τὸ πρόσθε τοκήων A.Ag. 727
;ἀρετήν Hyp.Epit.29
;τὰ τῆς τεχνης ἐξευρήματα Hp.Praec.9
; proclaim, τὴν ἡμέρην GDI l. c.;—[voice] Pass.,τῶν οῠρων ἀποδεχθέντων SIG134b22
(Milet., iv B. C.).2 bring forward, produce,μαρτύρια τούτων Hdt.5.45
;πολλοὺς παῖδας Id.1.136
, cf. S.OT 1405, Isoc.19.6, X.Cyr. 1.2.5;ἐπόχους 8.1.35
;ἀ. τρόπαια And.1.147
;χρήματα πλεῖστ' ἀ. ἐν τῷ κοινῷ Ar.Eq. 774
;μορφὴν ἑτέραν E.Fr.839.14
(v.l. ἐπέδειξεν): c. part., ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀ. produce him safe and sound, Hdt.3.130, cf. 134.5 appoint, assign,τέμενος ἀ. τινί Hdt.5.67
, 89;βωμόν τινι Id.7.178
;ἓν βουλευτήριον Th.2.15
; γῆς ὅρους ib.72; τὴν τρίτην ἀ. ἐκκλησίαν to fix, prescribe it, D.24.25:—[voice] Pass.,τοῖσί ἐστι χῶρος ἀποδεδεγμένος Hdt.1.153
; .b c. inf., κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια whence they appointed that they should receive.., X.An.2.3.14:—[voice] Pass., τοῖσι ἀποδεδέχθαι.. ἕλκειν (impers.) it had been appointed them to draw, Hdt.2.124.6 show by argument, prove, demonstrate, Ar.Nu. 1334, Arist.AP0.75b37, etc.;ἀ. σαφεῖς τὰς ἀποδείξεις And.2.3
;ἀ. ὡς.. Ar.V. 548
, Pl.R. 472d; ὅτι .. Id.Prt. 323c, etc.; πότερον.. ἢ .. Id.Alc.1.114b: c. dupl. acc., prove one so and so, , etc.;τοιούτους τινάς Hp.Decent.4
: folld. by part.,ἀ. λόγῳ.. οὐδὲν μετεόν Hdt.5.94
; ἀ. τινὰ λέγοντα οὐδέν make it evident that.., 7.17, cf. 2.133.II show forth a person or thing as so and so, hence:1 appoint, proclaim, create,ἀ. τινὰ στρατηγόν X.An.1.1.2
, al.: c. inf.,στρατηγὸν εῖναι Hdt.5.25
; ἀ. τούτους τὴν πόλιν νέμειν ib.29;ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ θεός 2 Ep.Thess.2.4
:—[voice] Pass., to be so created, Hdt.1.124, 162; ;ἀπεδέχθη εῖναι ἵππαρχος 7.154
;αὐτοκράτωρ ἀποδέδεικται POxy.1021.7
(i A. D.); ὕπατος ἀποδεδειγμένος, = Lat. consul designatus, OGI379.5 ([place name] Tiflis), etc.2 make, render, mostly with an Adj., ἀ. τινὰς μοχθηροτάτους make them finished rascals, Ar.Ra. 1011;ἀ. κρατίστους τοὺς λόχους X.Cyr.2.1.23
;γοργότερον ἀ. τὸν ἵππον Id.Eq.1.10
;ζῷον ἀγριώτερον Pl.Grg. 516b
: with a Subst.,γέλωτα ἀ. τινά Id.Tht. 166a
, cf. Phd. 72c: c. part., ;ἀ. τινὰς ἀλλοτρίους ὄντας Pl.Smp. 179c
:—[voice] Pass., πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι declared enemies, X.An.7.1.26, cf. D.23.200.3 represent as,ἀ. παῖδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα Hdt.2.143
, cf. Lys.32.17:— [voice] Pass., is represented, considered as..,Hdt.
1.136; οὐδὲ.. οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται have not been considered, admitted among.., 2.43:—these two last examples may be pass. usages of ἀποδέχομαι.4 c. inf., ordain a thing or person to be, X.Oec.7.30,Lac.10.7.B [voice] Med., show forth, exhibit something of one's own, ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην deliver one's opinion, Hdt.1.170, 207, cf. Th.1.87; alsoἀ. μεγάλα ἔργα Hdt.1.59
, al.; ἀξιαπηγητότατα ib.16; οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον ib. 174; ἀ. ἀρετάς display high qualities, Pi.N.6.49 (cf. supr. A. 1.2);πνεύματα εἰς ἄλληλα στάσιν.. ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1088
; of buildings and the like ,μνημόσυνα ἀ. Hdt.2.101
;χώματα ἀξιοθέητα 1.184
; οὐδεμίαν στρατηΐην ἀ. not to have any military service to show, 2.111:—[voice] Pass., ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ.. ἀποδεχθέντα Id. Prooem., cf. 9.27.2 [voice] Med. in act. sense, ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι had declared that.., X.An.5.2.9.C [voice] Pass., v. supr. 1.5, 11.1,2,3: [tense] aor. ἀπεδείχθην is always [voice] Pass., as Hdt.7.154; and so mostly [tense] pf. ἀποδέδειγμαι, 1.136, Antipho 2.4.10, X.An.7.1.26; but the part. of the latter is sts. [voice] Act., v. supr. B.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδείκνυμι
-
7 ἐπιβαίνω
Aἐπίβᾱ Thgn.847
, [dialect] Dor. inf. ἐπιβῆν (infr.IV): [tense] fut.- βήσομαι: [tense] pf.- βέβηκα: [tense] aor. 2 ἐπέβην: [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐπεβησάμην (of which Hom.always uses the [dialect] Ep. form ἐπεβήσετο, imper.ἐπιβήσεο Il.8.105
, al.; laterἐπεβήσατο A.R.3.869
, [dialect] Dor.- βάσατο Call.Lav.Pall.65
).A. in these tenses, intr., go upon:I. c. gen., set foot on, tread, walk upon, γαίης, ἠπείρου, Od.9.83, h.Cer. 127; πόληος, πατρίδος αἴης, Τροίης, Il.16.396, Od.4.521, 14.229; ἀδύτων (lyr.); ἐ. τῶν οὔρων set foot on the confines, Hdt.4.125, cf. Th.1.103, Pl.Lg. 778e;τῆς Λακωνικῆς ἐπὶ πολέμῳ X. HG7.4.6
; πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς, of a corpse, placed upon.., Il.4.99;πλατείᾳ τῇ ῥινὶ ἐ. τοῦ χείλους Philostr.Im.2.18
; alsoἐ. ἐπί τινος Hdt.2.107
.2. get upon, mount on,πύργων Il.8.165
; νεῶν ib. 512;ἵππων 5.328
, 10.513;δίφρου 23.379
;εὐνῆς 9.133
;τοῦ τείχεος Hdt.9.70
; λέκτρων ἐ. A.Supp.39; alsoἐ. ἐπὶ νεός Hdt.8.118
: freq. in Hom., in [tense] aor. [voice] Med.,ἐπεβήσετ' ἀπήνης Od.6.78
, al.b. Archit., to be superposed,τὰ ἐπιβαίνοντα πάντα ἐπὶ τοὺς κρατευτάς IG7.3073.104
, cf. 111 (Lebad.).3. of Time, arrive at,τετταράκοντα ἐ. ἐτῶν Pl.Lg. 666b
; δεκάτω (sc. ἔτεος) ἐ. Theoc.26.29;δωδεκάτου ἐπιβάς IG 14.1728
;τῆς μειρακίων ἡλικίας Hdn.1.3.1
.4. metaph., ἀναιδείης ἐπέβησαν have trodden the path of shamelessness, Od.22.424; ἐϋφροσύνης ἐπιβῆτον enter into joy, 23.52; τέχνης ἐπιβήσομαι,-βήμεναι, h.Merc. 166, 465; ὁσίης ib. 173; (lyr.); ἐ. δόξης entertain an expectation, Id.Ph. 1463 (anap.); ἐ. σοφίας undertake it, Pl.Epin. 981a;λόγου Luc.Astr.8
; ἐ. τῆς ἀφορμῆς, τῆς προφάσεως, seize upon it, App.Syr.2, Sam.11, etc.; preside over, τῆς ἀνθρωπίνηςψυχῆς Iamb.Myst.9.8
, al.II. c. dat., get upon, board,ναυσί Th.7.70
; land on,ἐ. τῇ Σικελίᾳ D.S.16.66
: metaph.,ἐ. ἀνορέαις Pi.N.3.20
; also, make forcible entry into, τινός οἰκίαις, γῇ, PHamb.10.6 (ii A.D.), PAmh.2.142.7 (iv A.D.).b. with a Prep., ἐπὶ πύργῳ ἄλλος πύργοςἐπιβέβηκε Hdt.1.181
.2. c. dat. pers., set upon, assault,τινί X.Cyr. 5.2.26
, Plu.Cim.15, etc.; simply, approach, dub. in Pi.Fr.88.2.3. trample on,λὰξ ἐπίβα δήμῳ Thgn.847
.III. c. acc.loci, light upon, in Hom. twice of gods lighting upon earth after their descent from Olympus, Πιερίην ἐπιβᾶσα, ἐπιβάς, Il.14.226, Od.5.50; so πολλῶν ἐ. καιρόν light on the fit time, Pi.N.1.18; then simply, go on to a place, enter it,γῆν καὶ ἔθνος Hdt.7.50
; (anap.): with Prep., ἐ. ἐπὶ χώραν Decr.Amphict. ap. D.18.154;εἰς Βοιωτίαν D.S.14
. 84.2. rarely c. acc. pers., attack, only poet., S.Aj. 138 (anap.): metaph., of passion or suffering, Id.El. 492 (lyr.), Ph. 194 (anap.).3. mount,νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες Hes.Sc. 286
: more freq. with Prep., ἐπὶτὸν ἵππον Hdt.4.22
;ἐπὶνέα Id.8.120
, cf. Th.1.111; but ἐ. ἐπὶ τὸ θῆλυ, of made quadrupeds, cover a female, Arist.HA 539b26; so abs., ib. 574a20, al.: c. dat., Luc.Asin.27: c. gen., Horap.1.46, 2.78.4. ἐ. ἐπὶ τὸ σκέλος use, put one's weight on, a broken leg, Hp. Fract. 18.5. with acc. of the Instr. of Motion (cf.βαίνω A.11.4
), ἐπιβῆναι τῷἀριστερῷ ἐκείνης τὸν ἐμὸν δεξιόν Luc.DMeretr.4.5
, cf. Tox.48.IV. abs., get a footing, stand on one's feet, Il.5.666, Od.12.434; μἠπιβῆν it is forbidden to set foot here, IG12(3).1381 ([place name] Thera).2. step onwards, advance,Τρώων δὲ πόλις ἐπὶ πᾶσα βέβηκε Il.16.69
, cf. Hes. Op. 679, f.l. in Pi.N.10.43;ἐπίβαινε πόρσω S.OC 179
(s.v.l., lyr.): me taph., advance in one's demands, Plb.1.68.8.3. mount on a chariot or on horseback, be mounted, Hdt.3.84; go or be on board ship, Il.15.387, S.Aj. 358 (lyr.), Hdt.8.90, Th.2.90, etc.B. Causal in [tense] fut.- βήσω Luc. DMort.6.4
, [dialect] Ep. inf.- βησέμεν Il.8.197
, Hes.Th. 396, but usu. in [tense] aor. 1 [voice] Act. (ἐπιβιβάζω, ἐπιβάσκω serve as [tense] pres.):— make one mount, set him upon,ὅν ῥα τόθ' ἵππων.. ἐπέβησε Il.8.129
; ; ὥς κ' ἐμὲ.. ἐμῆςἐπιβήσετε πάτρης Od.7.223
;ἐ. τινὰς σκάφεσιν J.BJ4.7.6
; πλοίων ib. 11.5, cf. Luc.l.c.;ὁπλίτας ὁλκάσιν App.BC5.92
; τινὰς ἐπὶ τὰς ναῦς ib.2.59 : also in [tense] aor. 1 [voice] Med.,νιν ἑῶ ἐπεβάσατο δίφρω Call.Lav.Pall. 65
.b. of things, νευρὰν ἐπέβασε κορώνας set the string on his bow's tip, B.5.73.2. metaph. (cf.A.1.4), ἐϋκλεΐης ἐπίβησον bring to great glory, Il.8.285;τιμῆς καὶ γεράων Hes. Th. 396
; χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν they bring him to sobriety, Od.23.13; λιγυρῆςἐπέβησαν ἀοιδῆς Hes.Op. 659
; δουλοσύνας (prob.) E.Hyps.Fr.41(64).86; εἴ σε τύχη.. ἡλικίας ἐπέβησεν had brought thee to full age, IG2.2263.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβαίνω
-
8 πρόεσις
A sending forth, emission, [ τῶν ᾠῶν] Arist. HA 550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr. 888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA 765b21, PA 663a16, cf. Thphr.Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.;π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.
: pl.,δακρύων -έσεις Phld.Mort.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόεσις
-
9 διάκρισις
A separation, dissolution, opp. σύγκρισις, Emp. 58, Anaxag.10, Pl.Sph. 243b, al.; segregation,τῶν ἡμαρτηκότων J.BJ 2.14.8
; discrimination,καλοῦ τε καὶ κακοῦ Ep.Hebr.5.14
;πνευμάτων 1 Ep.Cor.12.10
; differentiation, Dam.Pr.1.II decision, determination, Pl.Lg. 765a, X.Cyr.8.2.27, A.R.4.1169; judicial decision, PLond.2.476.9 (i A.D.): metaph., Ep.Rom.14.1 (pl.); interpretation of dreams or omens, Ph.2.55, Paus.1.34.5; δ. σημειώσεως medical diagnosis, Sor.2.23: but in pl.,αἱ ἐκ νούσων δ.
determinations, crises,Hp.
Genit.3.III decision by battle,τάξεων πρὸς ἀλλήλους Plb.18.28.3
; quarrel, dispute, Epicur. Ep.1p.29U., Arat.109, Milet.3.149.39.IV in X.Cyn.4.1, space between the eyes in dogs.VI a bandage, Id.18(1).777.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκρισις
-
10 κατάληψις
3 taking possession, occupation,τῆς βασιλείας Isoc.9.69
; , R. 526d (pl.);ἱεροῦ D.19.21
; καταλήψεις πολέμου prob. f.l. for πολέων, App.BC4.14.4 Philos., direct apprehension of an object by the mind, Zeno Stoic.1.20, Luc.Par.4, al.;τῶν μετεώρων Philostr.Her.10.9
; ἀκριβὴς κ. certainty, Herod.Med. ap. Aët.9.37: pl., perceptions, Stoic.2.30, Luc.Herm.81, etc.; introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40.II holding, grip, with the fingers, bandages, or instruments, Hp.Off.9; τὰς -λήψιας ποιεῖσθαι ibid., cf. Art.11 (in pl. also = ligatures, Medic.8); ο ὕπνος τοῦ.. αἰσθητηρίου κ. compression, Arist.Somn.Vig. 458a29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάληψις
-
11 κινητικός
A of or for putting in motion, ; νεῦρα motor nerves, Gal.8.208;κ. βηχέων Hp.Aph.5.24
;ἱδρώτων Dsc.5.112
;οὔρων Xenocr.
ap. Orib.2.58.50; ἐξ ἑαυτοῦ μόνον κ. spontaneous, Epicur.Nat.28.7: [comp] Sup. - ώτατος Arist.Mete. 365b30. Adv. -κῶς Procl. in Alc.p.52
C.2 metaph., urging on, exciting,λόγος κ. πρὸς ἀρετήν Aristo Stoic.1.88
;τὸ -ώτατον τῶν ὄχλων Phld.Rh.1.198
S., D.H.Isoc.13: abs., stimulating, X.Oec.10.12;τὸ μέλος κ. φύσει Phld.Mus.p.71
K.; τὸ μήτε ὁρμῆς μήτε ἀφορμῆς -κὸν [ ἀδιάφορον] Stoic.3.28, cf. 40, al.3 turbulent, seditious, Plb.1.9.3, D.S.19.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητικός
-
12 μόλουρος
Grammatical information: ?Meaning: unidentified snake (Nic. Thér. 491)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One assumes that from this word is derived a word for a locust (?), μολουρίς, - ίδος (Nic. Thér. 416). Gow and Scholfield think that it is the snake μόλουρος, but Gil, Nombres de insectos 52 translates `locust'. Hesychius has μολοῦρις αἰδοῖον κολοβη λόγχη η μόλις οὐρῶν, and μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα; Suidas has μολουρίς, μολουρίδες μολυρίδας τὰς ἀκρίδας φασί. No etymology.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόλουρος
См. также в других словарях:
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
πυελονεφρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού… … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
ενούρηση — Ακούσια εκροή ούρων. Η ε. διακρίνεται από την ακράτεια, η οποία αφορά την απώλεια ελέγχου του σφιγκτήρα της ουροδόχου κύστης από παθολογικά αίτια. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται στην παιδιατρική για την ακούσια αποβολή των ούρων κατά τον νυχτερινό… … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… … Dictionary of Greek